- Ἀπολλωνιακός
- Ἀπολλ-ωνιακός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀπολλωνιακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακῶν — Ἀπολλωνιακός fem gen pl Ἀπολλωνιακός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακόν — Ἀπολλωνιακός masc acc sg Ἀπολλωνιακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακαί — Ἀπολλωνιακός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακῆς — Ἀπολλωνιακός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακῇ — Ἀπολλωνιακός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακή — Ἀπολλωνιακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακήν — Ἀπολλωνιακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακῶς — Ἀπολλωνιακός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπολλωνιακάς — Ἀπολλωνιακά̱ς , Ἀπολλωνιακός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)